- επιπεδόκοιλος
- -η, -ο(για φακούς), που έχει επίπεδη τη μια του επιφάνεια και την άλλη κοίλη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιπεδόκοιλος — η, ο (για φακό) αυτός που κατά τη μία επιφάνεια είναι κοίλος και κατά την άλλη επίπεδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίπεδο(ν) + κοίλος. Η λ. μαρτυρείται στον Νικηφόρο Θεοτόκη] … Dictionary of Greek
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek
φακός — ο σώμα από γυαλί ή άλλη διάφανη ύλη σχήματος φακής με τις δύο επιφάνειες καμπύλες (κυρτές ή κοίλες) ή τη μια καμπύλη και την άλλη επίπεδη: Αμφίκυρτος φακός. – Επιπεδόκοιλος φακός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)